πολύμητις

πολύμητις
-ήτιος, ὁ, ἡ, Α
(προσωνυμία τού Οδυσσέως και τού Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος
(α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό-μητις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύμητις — of many counsels masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμήτης — πολύμητις of many counsels masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πολυμήτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμήτιος — πολύμητις of many counsels masc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμητι — πολύμητις of many counsels masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμητιν — πολύμητις of many counsels masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Atenea — Saltar a navegación, búsqueda Atenea Partenos. Mármol griego firmado ANTIOCHOS, copia del siglo I del original de Fidias del siglo V que se erigió en la Acrópolis. En la mitología griega, Atenea o Atena (en ático …   Wikipedia Español

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυμήτης — ὁ, Α ο πολύμητις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»), πρβλ. κακο μήτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”